- τρίζοντες
- οι, Ν(ενν. ρόγχοι) ιατρ. ακροαστικό εύρημα κατά την εξέταση τού θώρακα, αντιληπτό κυρίως στο τέλος τής εισπνοής.[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τής μτχ. τρίζων, -οντος τού ρ. τρίζω. Η λ. είναι απόδοση ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. (rales) crepitantes «(ρόγχοι) τρίζοντες»].
Dictionary of Greek. 2013.